χαντακώνω

χαντακώνω
μετ. разорять; губить;

χαντακώνομαι

1) — разоряться;

2) губить себя

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "χαντακώνω" в других словарях:

  • χαντακώνω — χαντακώνω, χαντάκωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χαντακώνω — Ν [χαντάκι] 1. ρίχνω κάποιον σε χαντάκι 2. συνεκδ. καταστρέφω («μέ χαντάκωσε με τις σπατάλες του») 3. μτφ. κρύβω καλά, καταχωνιάζω («πού χαντάκωσες το βιβλίο και δεν τό βρίσκω;») 4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) χαντακωμένος, η, ο α) χωμένος σε χαντάκι… …   Dictionary of Greek

  • χαντακώνω — χαντάκωσα, χαντακώθηκα, χαντακωμένος, εξαφανίζω, καταστρέφω, καταβαραθρώνω: Τον χαντάκωσε η γυναίκα του απ τα έξοδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαντάκωμα — το, Ν [χαντακώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χαντακώνω 2. συνεκδ. καταστροφή …   Dictionary of Greek

  • αλληλοχαντακώνομαι — καταστρέφομαι από κάποιον και ταυτόχρονα τόν καταστρέφω, οδηγούμαι και οδηγώ στον όλεθρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + χαντακώνω ( ομαι)] …   Dictionary of Greek

  • βοθριάζω — (Μ) καταβαραθρώνω, χαντακώνω· [ΕΤΥΜΟΛ. < βοθρίο(ν) ή < βόθρυς] …   Dictionary of Greek

  • καταβαραθρώνω — και καταβαραθρῶ, όω 1. ρίχνω κάποιον σε βάραθρο 2. (συν. μτφ.) καταστρέφω τελείως, χαντακώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βαραθρῶ (< βάραθρον). Η λ., στον λόγιο τ. καταβαραθρῶ, μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Παλλιγγενεσία] …   Dictionary of Greek

  • καταβοθρεύω — και καταβοθρῶ, όω (Α) ρίχνω μέσα στον λάκκο, χαντακώνω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βοθρεύω / βοθρῶ (< βόθρος «λάκκος»)] …   Dictionary of Greek

  • καταβαραθρώνω — καταβαράθρωσα, καταβαραθρώθηκα, καταβαραθρωμένος, ρίχνω κάτι ή κάποιον στο βάραθρο, καταστρέφω, χαντακώνω: Καταβαραθρώθηκε από την πολυέξοδη γυναίκα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»